- συσχετικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που έχει σχέση με κάποιον ή με κάτι2. αυτός που συσχετίζει κάτι με κάτι άλλο3. φρ. α) «συσχετικές αντωνυμίες» — ορισμένες ερωτηματικές, αόριστες, δεικτικές και αναφορικές αντωνυμίες που έχουν αντίστοιχες μεταξύ τους έννοιες, π.χ. πόσος - τόσος -όσοςβ) «συσχετικά επιρρήματα» — επιρρήματα με αντίστοιχη μεταξύ τους έννοια, π.χ. που - όπου - κάπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + σχετικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Ιωάννη Φιλήμονα].
Dictionary of Greek. 2013.